- υπερφαλάγγιση
- η / ὑπερφαλάγγησις, -ήσεως, ΝΜΑ και υπερφαλαγγίωσις και ύπερφαλάγγωσις Α [υπερφαλαγγίζω / ὑπερφαλαγγῶ]η επέκταση τής φάλαγγας στρατιωτικής παράταξης για να κυκλωθούν τα άκρα τής εχθρικής, υπερκέραση, περικύκλωση (α. «η υπερφαλάγγιση τών εχθρικών δυνάμεων είναι ζήτημα ωρών» β. «ὑπερφαλάγγισιςὅταν ἐξ ἑκατέρων τῶν μερῶν τῆς φάλαγγος ὑπερέχωμεν τῶν πολεμίων», λεξ. Σούδα)νεοελλ.υπέρβαση, ξεπέρασμα, παράκαμψη.
Dictionary of Greek. 2013.